κακοστομαχώ

κακοστομαχώ
(AM κακοστομαχῶ, -έω) [κακοστόμαχος]
έχω ευαίσθητο στομάχι, υποφέρω από το στομάχι μου, πάσχω από κακοστομαχιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”